οργιώ

οργιώ
ὀργιῶ, -άω (Α)
1. οργιάζω
2. οργώ
3. (για λέοντα) είμαι εξαγριωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος τ. τού ὀργιάζω, κατά τα συνηρημένα σε -άω / -].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οργιάς — ὀργιάς, άδος, ἡ (Α) (για εορτή) γεμάτη έκσταση και μυστικισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργιώ + επίθημα άς, άδος (πρβλ. μαίνομαι: μαινάς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”